- ετερόφωτος
- -η, -ο και ετεροφώτιστος, -η, -ο1. (για πλανήτες) αυτός που παίρνει φως από άλλο ουράνιο σώμα, αυτός που δεν είναι αυτόφωτος, ο αλλόφωτος2. αυτός που φωτίζεται διά μέσου άλλου («δωμάτιο ετερόφωτο»)3. (μτφ. για ανθρώπους) αυτός που δέχεται ιδέες ή γνώμες από άλλους, αυτός που δεν έχει δική του κρίση ή αντίληψη.[ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο-* + φως. Η λ. μαρτυρείται από το 1766 στον Ευγ. Βούλγαρι].
Dictionary of Greek. 2013.